- ζωικά
- ζωικόςofneut nom/voc/acc plζωικά̱ , ζωικόςoffem nom/voc/acc dualζωικά̱ , ζωικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχθυέλαια — Ζωικά έλαια που προέρχονται από το σώμα ή μόνο από το συκώτι ορισμένων ψαριών, όπως η σαρδέλα, η ρέγκα, ο σολομός κ.ά. Ονομάζονται και ψαρόλαδα. Η περιεκτικότητά τους σε λάδι κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20%. Πλούσιο σε λάδι είναι το συκώτι του… … Dictionary of Greek
ζωικάς — ζωικά̱ς , ζωικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
μικροσωληνίσκοι — Σχηματισμοί των ζωϊκών και των φυτικών κυττάρων, ορατοί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Η ανάκαλυψή τους έγινε το 1936, ταυτόχρονα στα ζωϊκά και στα φυτικά κύτταρα. Ο ρόλος των μ. στο κύτταρο φαίνεται ότι είναι σημαντικός. Η λειτουργία τους… … Dictionary of Greek
ένζυμος — η, ο (Μ ἔνζυμος, ον) [ζύμη] (για ψωμί) αυτό που περιέχει ζύμη (προζύμι, μαγιά), το φτιαγμένο με προζύμι («ὁ ἄρτος οὐκ ἧν ἔνζυμος», Δούκ.) νεοελλ. χημ. το ένζυμο(ν) καταλύτης βιολογικής προέλευσης, ουσία που παράγεται από ζωικά και φυτικά κύτταρα… … Dictionary of Greek
αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
αμπελοπαθολογία — η ο επιστημονικός κλάδος που περιλαμβάνει τη μελέτη των παθήσεων τών αμπελιών λόγω προσβολής τους από φυτικά παράσιτα, τών φθορών τους από ζωικά παράσιτα (ιδίως Έντομα), τών διαταραχών τής θρέψης τους και τών φθορών τους από αντίξοες… … Dictionary of Greek